στενυγρός — a narrow pass masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στένυγρος — η, ο, Ν βιολ. (στους χερσαίους οργανισμούς) αυτός που μπορεί να προσαρμοστεί μόνο σε περιορισμένες διακυμάνσεις τής ατμοσφαιρικής υγρασίας … Dictionary of Greek
στενυγρόν — στενυγρός a narrow pass masc acc sg στενυγρός a narrow pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενυγρῇ — στενυγρός a narrow pass fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενυγρῷ — στενυγρός a narrow pass masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενυγροχωρίη — ἡ, Α ιων. τ. στενοχώρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενυγρός + χωρίη (< χωρος < χῶρος)] … Dictionary of Greek
στενυγρώ — όω, Α [στενυγρός] ιων. τ. συστέλλω … Dictionary of Greek
στενός — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (45 κάτ., υψόμ. 500 μ.) στην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παγκρατίου. 2. Παράλιος οικισμός (5 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Παρνασσίδας του νομού Φωκίδας.… … Dictionary of Greek
στενυγρῆι — στενυγρῇ , στενυγρός a narrow pass fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
sten-2 — sten 2 English meaning: narrow Deutsche Übersetzung: “eng, einengen”? Material: Alt. στενός, Ion. στεινός “eng” (*στεν Fό ς), Hom. τὸ στεῖνος “narrowness, narrow Raum; crush, crowdedness (so also Att. τὸ στένος)”, στενυγρός “eng” … Proto-Indo-European etymological dictionary